καταβάλλομαι

καταβάλλομαι
καταβάλλομαι, καταβλήθηκα, κατα(βε)βλημένος βλ. πίν. 147
——————
Σημειώσεις:
καταβάλλομαι : ο λόγιος τύπος της μτχ. (καταβεβλημένος) χρησιμοποιείται ευρύτατα με την έννοια εξαντλημένος, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταβάλλομαι — καταβάλλω throw down pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλομ' — καταβάλλομαι , καταβάλλω throw down pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • насеяваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (καταβάλλομαι) бросаю …   Словарь церковнославянского языка

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι …   Dictionary of Greek

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …   Dictionary of Greek

  • αποκακώ — ἀποκακῶ ( έω) (Α) καταβάλλομαι από τη δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • βάκτρον — βάκτρον, το (Α) 1. βακτηρία, ραβδί 2. ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βάκω, αόρ. ἔβακον»βαρύνω, καταβάλλομαι» (ινδοευρ, ρίζα *bak «μπαστούνι») + (επίθημα) τρον (βλ. και βακτηρία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”